- ἐπικέρδια
- ἐπικέρδιαprofit on trafficneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικέρδια — ἐπικέρδια, τὰ (Α) τα κέρδη που αποκτώνται από μια εργασία («οἱ δέ Σάμιοι τὴν δεκάτην τῶν ἐπικερδίων ἐξελόντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέρδος + ια) … Dictionary of Greek
ἐπικερδίων — ἐπικέρδια profit on traffic neut gen pl ἐπικερδαίνω gain besides pres part act masc nom sg (doric) ἐπικερδής profitable masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)